Ακρίδας

Ακρίδας
Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Κώστας. Γεννήθηκε στο Θέρμο της Ακαρνανίας. Ακολούθησε τον Γεώργιο Καραϊσκάκη και πήρε μέρος σε πολλές μάχες, στην Αράχοβα και στο Δίστομο. Διακρίθηκε στη μάχη της Φοντάνα και στις γύρω από την Αθήνα μάχες. Επί Καποδίστρια έγινε δήμαρχος Θέρμου. 2. Νικόλαος. Νεότερος αδελφός του προηγούμενου. Σκοτώθηκε σε μάχη το 1823, υπηρετώντας στο σώμα του Γαρδικιώτη Γρίβα. 3. Πανάγος. Αδελφός των προηγούμενων. Σκοτώθηκε το 1825. Πολέμησε στο σώμα του Γαρδικιώτη Γρίβα. 4. Τριαντάφυλλος. Γεννήθηκε στην Ακαρνανία αλλά μεγάλωσε στη Λαμία. Πριν από την Επανάσταση είχε διακριθεί για τη γενναιότητά του και είχε βαθμό αξιωματικού. Όταν άρχισε ο Αγώνας ακολούθησε τον εξάδερφό του Γεώργιο Δυοβουνιώτη και διακρίθηκε στις μάχες της Αγίας Μαρίνας, στη Νευρόπολη, στην Αράχοβα και στο Δίστομο. Στη Σουβάλα τραυματίστηκε σοβαρά στο κεφάλι. Διακρίθηκε στην Πολυαρχία του 1823, ως πεντηκόνταρχος. Μετά την Επανάσταση παρέμεινε υπολοχαγός της Φάλαγγας και αποζημιώθηκε.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀκρίδας — ἀκρίς grasshopper fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκορνα — ἄκορνα, η (Α) το ακανθώδες φυτό Cnicus Acorna. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αβέβαιης ετυμολ. Παρετυμολογικά συνδέεται με λ. όπως ἄκρος, ἀκή κ.λπ., οι οποίες ανάγονται στην ΙΕ ρίζα *ακ «οξύς, αιχμηρός, μυτερός, κοφτερός», ενώ το τέρμα ρνα οδηγεί στη σκέψη… …   Dictionary of Greek

  • παρνόπιος — Επίθετο του Απόλλωνα, επειδή απάλλασσε τους ανθρώπους από την πληγή της ακρίδας (παρνόπης). Με την επωνυμία αυτή ονόμαζαν, εκτός τον Απόλλωνα, και την Αθηνά. Άγαλμα του Α.Π. υπήρχε στην Ακρόπολη. Όπως λέγεται, το άγαλμα αυτό ήταν χάλκινο έργο του …   Dictionary of Greek

  • ACRIDES — quarum mentio Matthaei c. 3. v. 4. ἡ δέ τροφὴ ἀυτοῦ ἢν ἀκρὶδες καὶ μὲλι ἄγρςον, Isidoro Pelusiotae, viro docto et proxima Palaestinae loca incolenti, Ep. 132. οὐ ζῶά εἰςιν, ὥς τινες οίονται ἀμαθῶς, κανθάροις ἀπεοικότα, non sunt animalia… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • LOCUSTAE — Hebr. chagabim dictae; quia, cum turmatim volant, Solis lumini velum videntur obtendere, ab Arab. chagaba, quod velare est, Imo non Solem tantum multitudine suâ obumbrant, sed et Lunam, cum noctu volant, mortalium visui subducunt, Ioël. c. 2. v.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Πορνόπιος — ὁ, Α ονομασία μήνα στην Κύμη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με την λ. πάρνοψ / πόρνοψ «είδος ακρίδας»] …   Dictionary of Greek

  • ακανθίας — Γένος ψαριών της οικογένειας των σπινακιδών. Η οικογένεια αυτή διακρίνεται από τα δύο ραχιαία πτερύγιά της, από τα οποία το ένα βρίσκεται μπροστά από τα στηθικά, σε κάθετη γραμμή. Ο σπειροειδής έλικας του πεπτικού σωλήνα έχει λιγότερο πλατιές… …   Dictionary of Greek

  • αττάκης — ἀττάκης και ἄττακος και ἀττακύς, ο (Α) είδος ακρίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ίσως συνδέεται με το αττέλαβος*] …   Dictionary of Greek

  • καλαμίτιδα — ἡ (Α καλαμῑτις) νεοελλ. 1. ναυτ. ονομασία αρχικής ατελούς ναυτικής πυξίδας 2. χημ. ονομασία τού μαγνητικού οξειδίου τού σιδήρου αρχ. είδος ακρίδας, η καλαμαία*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την αρχ. σημ. προέρχεται από το ουσ. καλάμη] …   Dictionary of Greek

  • καλαμαίος — καλαμαῑος, α, ον (Α) 1. αυτός που προέρχεται από το καλάμι ή που υπάρχει στο καλάμι τού σιταριού 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ καλαμαία είδος ακρίδας που αναπτύσσεται στο καλάμι 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ καλαμαῑον μικρό τζιτζίκι 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”